- νεοστράτευτος
- νεοστράτευτος, -ον (Α)αυτός που για πρώτη φορά πήρε μέρος σε εκστρατεία («νεοστρατεύτων καὶ ἀπειροπολέμων», Αππ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοστράτευτος — recruit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοστράτευτον — νεοστράτευτος recruit masc/fem acc sg νεοστράτευτος recruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοστρατεύτους — νεοστράτευτος recruit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοστρατεύτων — νεοστράτευτος recruit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοστράτευτα — νεοστράτευτος recruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοστράτευτοι — νεοστράτευτος recruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεόστρατος — νεόστρατος, ον (Α) νεοστράτευτος* … Dictionary of Greek